Στη λευκή σου αγκαλιά*

Της Διονυσίας Μπίθα, 
Κοινωνικής Λειτουργού

Ψάχνω να σε βρω μέσα σε σκηνές ονείρου. Εκεί που θέλω να κρύβεσαι και να κοιμάσαι τις νύχτες. Σε ένα όνειρο στην αγκαλιά του φεγγαριού. Σε ένα όνειρο δικό μου και δικό σου. Σε ένα όνειρο καλά κρυμμένο. Κι εκεί κρύβονται όλες οι εικόνες μου. Εκεί που ψάχνω και μαγεύω τις νύχτες μου. Εκεί χορεύουν οι νότες και οι μουσικές μου. Εκεί κοιτούν στα μάτια την μοναξιά της σιωπής σου. Εκεί που σου δίνω πνοή και λέξεις για να μου μιλάς. Λόγια για να με κρατάς ζωντανή. Λόγια για να ξεκλειδώνεις τη μοναξιά από το κλουβί της.

Κι ακούω ξανά και ξανά τις ίδιες μουσικές. Κάθομαι κάτω. Ξυπόλυτη. Με ένα πουκάμισο δικό σου πάνω μου. Για να σε νιώθω. Να σε μυρίζω πάνω μου. Και σε έχω εκεί απέναντι. Μονάχα να με κοιτάζεις. Μονάχα να με βλέπεις. Κι εγώ να βλέπω μέσα σου. Να ακούω τις λέξεις που κρύβονται πίσω από την ανάσα σου. Να βάζω χρώμα στην αύρα σου μέσα στο σκοτάδι. Να μετράς τις σκιές που φτιάχνουν οι φλογίτσες από τα κεριά στο πάτωμα. Να μετράς τα βήματα που σε οδηγούν σε μένα. Να κλείνεις τα μάτια και να ανοίγεις τα χέρια για να με κλείσεις μέσα σου.

Μείνε λιγάκι ακόμα. Μείνε λιγάκι. Σε ένιωσα να φεύγεις. Κι έτρεξα να πιάσω λίγο από τη σκιά σου. Μείνε λιγάκι ακόμα. Γιατί τη νύχτα δεν τη ξέρω. Και το όνειρο αργεί. Γιατί το σκοτάδι με τρομάζει. Και το φεγγάρι κρύβεται. Κι εσύ σωπαίνεις. Κι εγώ ουρλιάζω. Λιγάκι ακόμα. Μέχρι να φτάσω την άκρη του ονείρου. Εκεί που ζει η μισή ζωή μου. Εκεί που ταξιδεύω την υπόλοιπη. Μέχρι να γίνουν ένα.

Κι έφυγες. Μακριά. Χωρίς λέξη. Έμεινα εκεί στη γωνία. Μόνη. Κι απόψε. Κόκκινο, μπλε, μωβ, πράσινο, μαύρο κι άσπρο. Όλα τα χρώματα απλωμένα γύρω μου. Για να διαλέξω τι θα φορέσω στην αύρα μου απόψε. Σαν μπογιές σκόρπιες κάτω στο μάρμαρο. Σαν πινέλα λερωμένα από τα χέρια της. Κι η αύρα μου απόψε κρύβει εσένα. Κρύβει κι εμένα. Θέλω να της φορέσω χρώματα. Να στολίσω τα μαλλιά της. Να της δώσω ομορφιά κι απλότητα. Να της δώσω φτερά κι ανάσα. Να τη σηκώσω ψηλά. Να χαζέψει η βραδιά το αιθέριο φόρεμά της. Και τελικά μοιάζει λευκή η αύρα μου. Ναι, φοράει ένα κατάλευκο μακρύ φόρεμα. Διάφανο λευκό. Αέρινο λευκό. Αθώο λευκό. Κι ας έφυγες. Είμαι λευκή. Κι ας έφυγες. Είμαι εδώ...

Είμαι εδώ. Κι ήρθες πάλι. Μόνο για να με δεις. Μόνο για με μυρίσεις. Μόνο για να μ' αγγίξεις. Μόνο για να΄σαι εδώ. Είσαι εδώ.
Κράτα με, μου φωνάζεις. Είναι λευκή η αύρα σου και με πάει μακριά. Με πάει εκεί που θέλω. Κράτα με, μου ψιθυρίζεις. Αγαπώ το λευκό σου. Πάει με τα δάχτυλά σου. Πάει με το άγγιγμά σου. Πάει με τη φωνή σου. Ηρέμησε με, μου λες. Είσαι λευκή σαν την αθωότητά της. Μάγεψε με, με ικετέυεις. Είναι λευκά τα φιλιά σου και με πάνε στο όνειρο. Ναι, λευκή και θα σε ξεχώριζα ανάμεσα στο πλήθος. Δική μου... Μονάχα βάψε με στα χρώματά σου. Και κλείνεις τα μάτια. Είσαι εδώ; Ρωτάω...
Kαι μείναμε εδώ. Μαζί. Με λευκές αύρες. Με όνειρα λευκά. Για το σήμερα και το αύριο. Και για το χθες λευκές σελίδες που γυρίσαμε μαζί. Μείναμε αγκαλιά. Εγώ μιλούσα. Αργά. Όλη νύχτα. Με λόγια λευκά. Αργά. Για να ακούς την κάθε λέξη. Τους ήχους. Την κάθε ανάσα. 


Και τα φώτα της νύχτας έσβησαν. Και η νύχτα έμεινε εκεί. Στην αγκαλιά σου. Μαζί μου. Κι ήρθε και το όνειρο. Έριξε μια σκάλα από ψηλά. Και χώθηκε κι αυτό μέσα μου. Για πάρει τη φωνή μου. Την ανάσα μου. Το άγγιγμά μου. Το βλέμμα μου.
-Είσαι λευκή, ψιθύρισες πίσω στο λαιμό μου. Είσαι λευκή σαν όνειρο. 
Είσαι λευκή... 
Καληνύχτα...




Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις