Πέτα με ψηλά*

Της Διονυσίας Μπίθα,
Κοινωνικής Λειτουργού

Ξέρω κάπου υπάρχει ένα παιδί που κάθε βράδυ ξενυχτάει. Και μετράει όλα τα αστέρια. Ξέρω ένα παιδί που πριν πιάσει ουρανό, βάζει φτερά στο παραμύθι και παίρνει στην αγκαλιά του μια μικρή. Και πετάνε μαζί. Κάθε βράδυ. Ψηλά. Και κάθε που ξημερώνει η μέρα τα βρίσκει αγκαλιά. Ένα χεράκι ανάμεσα στο δικό του χέρι. Και μια ανάσα δίπλα στην δικιά του. 

Κι ανοίγει τα φτερά και πετάει ψηλά. Και σα να λέει: «Για να πιστέψω ξανά. Για να τα δω όλα από την αρχή. Για να δω τη ζωή πάλι από ψηλά. Για να σε δω από ψηλά. Για να με δω από ψηλά. 

Και σήμερα θα διώξω τα σύννεφα. Θα τα κρύψω κάτω από το χαλί για να στέκομαι εκεί ψηλά. Δίπλα στον ήλιο. Με το χάδι του στα γυμνά  μου χέρια. Με τη ζέστη του ανάμεσα στα μαλλιά μου. Με τη φωνή του να μου δείχνει τα πιο φωτεινά σημεία στη διαδρομή.

Κι εκεί ανάμεσα στα παιχνίδια του ήλιου σε είδα. Σε είδα να γίνεσαι βαρύς ελληνικός καφές σε γυάλινο ποτήρι με το πρώτο φως της ημέρας για δύναμη κι ενέργεια. Σε είδα να γίνεσαι χαμόγελο και να σκορπάς ανάμεσα στους περαστικούς. Ανάμεσα σε φευγαλέα βλέμματα. Σε είδα να γίνεσαι αγέρας και να δροσίζεις τα πρόσωπα από τον καυτό ήλιο. Σε είδα να γίνεσαι σκιά και να υποδέχεσαι με ένα ποτήρι νερό ξένους και ντόπιους.

Σε είδα να γίνεσαι μουσική και να χαϊδεύεις απαλά τη μοναξιά εκεί έξω. Με ένα άγγιγμα στα μαλλιά κι άλλο ένα στην ψυχή. Σε είδα να γίνεσαι αγκαλιά ξαφνική για να διώξεις το φόβο που κουρνιάζει στις ψυχές.  Σε είδα να γίνεσαι κλεφτό, κρυφό φιλί σε εφηβικά μάγουλα. Σαν μυστικό, σαν καρδιοχτύπι ερωτικό.

Σε είδα να γίνεσαι χρώμα γαλανό και να πηδάς ανάμεσα στον ουρανό και την θάλασσα στο τέλος του ορίζοντα, εκεί που δύει ο ήλιος. Σε είδα να γίνεσαι κόκκινο σαν τα μυστικά, σαν τα καρδιοχτύπια τα ερωτικά. Σε είδα να φοράς λευκά σαν το πιο αθώο βλέμμα. Σε είδα να πρασινίζεις την πλάση και σκορπάς τη φύση στον αγέρα. Σε είδα να βάζεις τα χρώματα όλα σε ουράνια τόξα που ενώνουν τους τόπους και τα ταξίδια του μυαλού. Σε είδα να γίνεσαι ζωή. Και πάλι από την αρχή…

Κι είδα κι εσένα. Να ψάχνεις εμένα. Να με ζητάς. Να μου λες:
«Βγάλε με από το πουθενά και πήγαινέ με στο κάπου! Πάρε με στα πιο μεγάλα τα ταξίδια. Βγάλε με από εδώ. Φόρα μου φτερά και βγάλε με.  Από το πουθενά στο κάπου. Με το τίποτα. Μπορείς; Πέτα με ψηλά. Πάρε με μακριά. Με το τίποτα να μη φοβάμαι να ονειρευτώ. Με μια ματιά, με μια αγκαλιά κι ένα χάδι λίγο πριν κοιμηθώ».
 Κι είδα κι εκείνη. Να τρέχει και να χαμογελά. Να γίνεται το γέλιο της τραγούδι και οι φωνές της μουσική. Κι έσβησα τα πάντα, τράβηξα τα σύννεφα κι έντυσα τον ουρανό με ήλιο. Κι έβαλα λουλούδια στο διάβα της για να μαζεύει στην αγκαλιά της. Και φύλαξα τα αστέρια για τους ουρανούς τα βράδια της. Και μια νεράϊδα μικρή για το μαξιλάρι και τα παραμύθια της.

Και έγραψα σε ένα χαρτί τη μέρα που μας βρήκε όλους χαμογελαστούς.  Στην αγκαλιά της. Μακριά από σύννεφα. Μακριά από σκοτάδια. Μακριά από «χειμώνες». Και ζωγράφισα τη μέρα στον καθρέφτη για να (με) βλέπω και να θυμάμαι. Μου χαμογέλασα κι άνοιξα ξανά την πόρτα να ελευθερωθώ. Και σε πήρα μαζί. Εσένα κι εκείνη. 

Σε ταξίδια. Σε λόγια. Σε σιωπές. Σε σελίδες λευκές. Σε εικόνες. Σε σκιές. Σε ιστορίες. Σε όνειρα. Σε μέρες και σε νύχτες. Σε αγκαλιές. Σε αγάπες.  
Δικές μας.
Ξανά…








Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις