Σελίδες λευκές*

Τις Μεγάλες Παρασκευές τις θυμάμαι πάντα σκοτεινές. Ακόμα κι όταν ο ήλιος ξεπρόβαλε εκεί ψηλά, στα δικά μου μάτια έπαιρναν θέση σύννεφα. Εκεί ψηλά για να ακούν από νωρίς τις καμπάνες να ηχούν πένθιμα και να ντύνουν τη μέρα με την πένθιμη στολή της. Κι "... Όλα τα σύννεφα εξομολογήθηκαν. Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε. Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε το αμετανόητο χέρι, δέθηκα σ' έναν κόμπο λύπης ..."


Τις Μεγάλες Παρασκευές στολισμένοι επιτάφιοι με τα πιο φρέσκα λουλούδια της εποχής ευωδιάζουν μύρο και μια ανάμνηση σαν από παλιά. Χωρίς να ξέρεις γιατί. Χωρίς να ξέρεις τι είναι αυτό που η ψυχή σου ανακαλεί. Και νιώθεις ένα βάρος. Όλη μέρα. Χωρίς να ξέρεις πάλι το γιατί. Και μια προσμονή φουντώνει ολοένα. Κι έρχονται στο μυαλό εικόνες, λόγια, ψαλμωδίες γραμμένες σε εκείνο το παλιό μικρό βιβλίο που κρατούσαν κάποτε σφιχτά τα παιδικά σου χεράκια και με μάτια νυσταγμένα τα βράδια στις ακολουθίες έψαχνες να βρεις τις λέξεις και το νόημα πίσω τους. Κι ένιωθες βαθιά ένα άγγιγμα στην παιδική σου ψυχούλα κι άλλο ένα απαλά στα μαλλιά από το λιβάνι που χόρευε στον αέρα κι έκανε τα πιο περίεργα σχήματα όπου σχηματιζόταν φως ανάμεσα στο πρόσωπα των εικόνων και των γερόντων που με χέρια σταυρωμένα γονάτιζαν και με κατάνυξη έλεγαν σιωπηρά τις προσευχές τους.

Τις Μεγάλες Παρασκευές φορούσα τα καλά μου. Αγορασμένα ειδικά για το Πάσχα. Παπούτσια λουστρινένια. Και μύριζαν ακόμα δέρμα και από το κουτί που τα φύλαγα δίπλα στο κρεββάτι σαν λάφυρο. Και τ' άνοιγα κρυφά τη μέρα και τα σήκωνα ψηλά για να δω πόσο γυαλίζουν. Δικά μου. Και φορούσα το πιο όμορφο φουστάνι. Άλλοτε κατάλευκο κι άλλοτε με λουλούδια και μια ζώνη στη μέση. Μαλλιά καλοχτενισμένα και μια λευκή κορδέλα στα μαλλιά. Και στα χέρια η "παρέα" μου. Οι λέξεις μου. Τα τροπάρια και οι ψαλμωδίες. Μια μικρή σύνοψη με σελίδες λίγο κίτρινες, λίγο ξεθωριασμένες. Τα νοήματα τους όμως ποτέ. Αναλλοίωτα. Αγέρωχα. Χωρίς γυαλάδες και στολίσματα. Απλά. Αγνά. Λευκά. Καθάρια.

Τις Μεγάλες Παρασκευές ακόμα ψάχνω τα ίδια νοήματα. Κι έχω την ίδια προσμονή να ακούσω λόγια που πάνε κατευθείαν στην ψυχή. Λόγια για Εκείνον που σήμερα στολισμένος και μυρωμένος ήταν ακόμα ανάμεσα μας πριν πάει κοντά Του. Λόγια για εκείνους που δεν είναι πια  κοντά μας. Λόγια για τους Απόντες μας. Λόγια για να έρθουμε για λίγο ξανά κοντά τους. Λόγια για να νιώσουμε ότι εκεί ψηλά, μακριά μας είναι όμορφα. Λουλούδια για να γεμίσει χρώμα η μέρα τους. Μύρο για να γεμίσει μυρωδιές η γειτονιά τους. Κι ένα κεράκι για να φωτίσει με λάμψη η ματιά μας προς τα επάνω. Εκεί που στρέφουμε τη ματιά μας χωρίς να ξέρουμε ποτέ γιατί. Χωρίς ποτέ να περιμένουμε να μάθουμε το γιατί. Απλά εκεί ψηλά. Σαν τον άνθρωπο. Που κρύβει μέσα του αυτό το ψηλά. Την ανθρώπινη ματιά προς τα πάνω. Για να θυμάται πως τίποτα δεν τελειώνει ίσως εδώ. Για να θυμάται ότι η ζωή έχει πολλές διαστάσεις κι ένα πρόσωπο. Το πρόσωπο που βλέπω στον καθρεφτη όταν η σκέψη μου πάει πίσω. Σε εκείνους. Τους απόντες. Για να μου θυμίζει ότι η ζωή έχει παρελθόν, παρόν και μέλλον.


Ο νους τρέχει σε πρόσωπα που λείπουν. Κι η ψυχή κλαίει για την αδειανή καρέκλα δίπλα. Κλαίει και πονάει λίγο παραπάνω γιατί έρχεται ξανά κοντά στις μνήμες τους εκεί μέσα στο νεφέλωμα του θυμιάματος. Και με κάθε τρεμόπαιγμα των ματιών να τρέχει κι ένα δάκρυ για τον καθένα  χωριστά. Κάθε δάκρυ για κάθε ανάμνηση τρυφερή. Κι ένα γιατί πάλι ξοπίσω τους.

Ξημερώνει κι η προσμονή σε λίγο. Η προσμονή της Ελπίδας. Της Ελπίδας που ζει μέσα μας. Την Ελπίδα που κρύβουμε καλά από τις σκοτεινές ημέρες που τρώνε λίγο-λίγο την ψυχή μας και τους δίνουν χρώμα γκρίζο. Η Ελπίδα, όμως, θέλει να είναι ντυμένη στα λευκά.  Χτενίζει τα μαλλιά της και φοράει πάντα μια κορδέλα στα μαλλιά κι εκείνα τα λουστρινένια ολοκαίνουργια παπούτσια. Κι ανοίγει την πόρτα. Κοιτάζει ψηλά. Ναι, ο ήλιος ξαναβγήκε. Κι είναι πάντα εκεί για να φωτίζει το δρόμο της Ελπίδας. Και κρατάει πάντα λουλούδια για να στέλνει χρώμα εκεί που λείπει. Για να κλείνει τα γκρίζα κενά. Για να γεμίζει τις ψυχές που γονατίζουν και προσεύχονται. Για να δίνει το χέρι σε εκείνους που χάνουν το βήμα τους. Για να δίνει λίγες σταγόνες χαράς σ' αυτούς που δίψασαν και κουράστηκαν να περπατήσουν μέχρι την πηγή.


 

Κι αν τη δεις να περπατάει μόνη της, στάσου δίπλα της. Κι εσύ, κράτα της το χέρι. Γιατί είναι πάντα η μικρούλα που φοράει τα καλά της και κρατάει ένα μικρό βιβλίο. Με λέξεις που ξέρει καλά. Και πιστεύει σ' αυτές. Θα σου πει γι' αυτές αν την ρωτήσεις. 

Κι αν μυρίσεις ξαφνικά λίγο μύρο πάνω της ή και λίγο λευκό γιασεμί, είναι γιατί είναι αγνή και κατάλευκη η ψυχή της. Κι αν δεις να φυτρώνουν λουλούδια ανάμεσα στα μαλλιά της είναι γιατί κρύβει μέσα της την ίδια τη ζωή. Κι η Ζωή Αναγεννάται. Η Ζωή Ανασταίνεται. Μαζί της κι η Ελπίδα...





Photo Source:  

Σχόλια

  1. Υπέροχη όπως πάντα...
    Καλή Ανάσταση εύχομαι, ολόψυχα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπέροχες σκέψεις, διατυπωμένες με μαγεία!!!Μπράβο σου!! Σπουδαίο ταλέντο!!!Χρόνια πολλά!! Χριστός Ανέστη!!! φιλάκια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις