Oι Κυριακές μου όλες*


Της Διονυσίας Μπίθα,
Κοινωνικής Λειτουργού



Έτσι κύλησε ακόμα ένα απόγευμα Κυριακής…σαν εκείνα τα απογεύματα τα παιδικά με βόλτες με τον μπαμπά και τη μαμά στις εξοχές! Ή τα εφηβικά με την τηλεόραση ανοιχτή και ξαπλωμένη στο χαλί να κοιτάζω τα παιχνιδίσματα του ήλιου στην κουρτίνα μέχρι να σουρουπώσει και να ανοίξω πια την Ιστορία…Και τα φοιτητικά μέσα σε ένα λεωφορείο πήγαινε-έλα, να μετράω τα χιλιόμετρα αγκαλιά με μια σοκολάτα γάλακτος από τα χέρια του έρωτα εκείνης της εποχής! Ναι, εκείνος ο έρωτας μύριζε σοκολάτα γάλακτος, έστελνε γράμματα με το ταχυδρομείο, έγραφε τραγούδια σε κασέτες και τύλιγε τα δώρα με κορδέλες!

Έξω έβρεχε, εκείνη κοιμόταν…το σπίτι «φώναζε» από ησυχία! Και θυμήθηκα τις Κυριακές που χανόμουν όλη μέρα από το σπίτι! Με τη φίλη για καφέ και μετά ξανά για ένα καφέ αγκαλιά με ό,τι περιοδικό κυκλοφορούσε…Και δεν ήθελες να χάσεις στιγμή από την ανεμελιά της μέρας ώσπου κατέληγες την πιο ξεκούραστη μέρα της εβδομάδας να έχεις κουραστεί πιο πολύ κι από τις εφτά μαζί! Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε; Μεγάλωσες τόσο πολύ; Μάλλον όχι…άλλαξαν, ίσως, όλα γύρω σου! Αυτά που επέλεξες να κουβαλάς μαζί σου… Και τώρα κουβαλάς στο ένα χέρι μια φούξια τσάντα με εξοπλισμό ετοιμοπόλεμο, ενώ στο άλλο μια ζωή από τη ζωή σου… Ένα χαμόγελο βγαλμένο από την ίδια σου την ευτυχία! Πού κάθε μέρα αλλάζει και μοιάζει σα να’ ναι ψέματα…

Της είπα κρατώντας την αγκαλιά πάνω μου και κοιτώντας την στα μάτια: Να σε βάλει η μαμά πάλι στην κοιλίτσα να γίνεις μικρό μωράκι ξανά;  Μπορεί και να μου είπε ναι, δεν ξέρω… αλλά να σας πω κάτι; Ναι, θα το θελα αυτό το συναίσθημα να το νιώσω ξανά…

Όσο μελαγχολικές να είναι πια όλες αυτές οι Κυριακές, άλλη τόση γλύκα έχουν … Γιατί τα θυμάμαι όλα… Στέκομαι εκεί, φοράω τα  viewmaster των αναμνήσεων μου και ταξιδεύω… Σε εξορμήσεις ψηλά για κυκλάμινα, σε σχολικά βιβλία και τετράδια, σε παλιές αγάπες, σε κυριακάτικες εξόδους για cinema, σε βαλίτσες που κουβαλούσαν όνειρα φοιτητικά για μια νέα ζωή, σε βόλτες ανέμελες κοριτσίστικες μια μέρα πριν τη δουλειά, σε μια φουσκωμένη κοιλίτσα που τη χάιδευε ένα χέρι και της έλεγε: ο μπαμπάς αγάπη μου, ο μπαμπάκας… κι εσύ κλωτσούσες άλλοτε απαλά, άλλοτε μ’ όλη σου τη δύναμη! Σα να μας μιλούσες… Σα να βιαζόσουν να έρθεις κοντά μας…

Με αυτή τη γλύκα πώς να κρατήσω κακία στον κόσμο που βλέπω να αλλάζει γύρω μου με ρυθμούς που δεν μπορώ να παρακολουθήσω; Με ρυθμούς που αρνούμαι να συγκρατήσω; Είναι ο ίδιος κόσμος που δεν φτιάχτηκε σίγουρα για εμάς που ακόμα ονειρευόμαστε με φόντο χρώματα ροζ παλ, με γεύση σοκολάτας γάλακτος και μυρωδιά από πούδρα… Για εμάς που πριν κοιμηθούμε παίρνουμε αγκαλιά τα παραμύθια και ψάχνουμε να βρούμε την άκρη της κόκκινης κλωστής που είναι δεμένη με τα όνειρά μας… Σίγουρα, όχι, για εμάς που γυρνάμε τις σελίδες των παραμυθιών και φυσάμε την παραμυθόσκονη για να ταξιδέψουμε τα όνειρά μας… Όχι, δεν είναι τελικά για εμάς…

Κι αν βρείτε κάπου ένα μαγικό χαλί, να μου πείτε! Θέλω να φύγω λίγο, έστω για λίγο… 



Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις