Just before September ends*


Της Διονυσίας Μπίθα,
Κοινωνικής Λειτουργού


To ραντεβού γνωστό…Λίγο μετά τις τρεις το μεσημέρι, ο ήλιος ψηλά να καίει και η ζέστη να σε τραβάει από τα μαλλιά, να σου λέει: «Άργησες! Η θάλασσα σε περιμένει…». Την κόκκινη τσάντα στον ώμο, πετσέτα, περιοδικά, βιβλίο, αντηλιακό (λες και πια το βάζω;!) και φύγαμε…

Είχα να πιάσω βιβλίο δε θυμάμαι κι εγώ από πότε…Νομίζω από τότε που δεν μπορούσα πια να το ακουμπάω στην κοιλιά μου που μεγάλωνε και είχα την αίσθηση ότι τρυπάω το μωρό! Ναι, μη γελάτε! Σαν να είχα μια φοβία να διαβάσω αληθινό βιβλίο για εκείνα που θα ένιωθα. Τα περιοδικά, πάλι, δεν τα ξέχασα ποτέ(!) .

Εκείνο το πρωί βρήκα στη βιβλιοθήκη κάτι παλιό και γνώριμο, το έχωσα μέσα στην τσάντα, σε πήρα αγκαλιά, τσέκαρα τα τριανταπέντε -συγνώμη τριανταέξι-πραγματάκια που παίρνουμε μαζί κάθε που βγαίνουμε έξω και ξεκινήσαμε! Ένιωσα να μου λες:

-Μα, πού πάμε βρε μαμά; Ακόμα δεν το πήρες απόφαση; Φθινοπώριασε σου λέω! Τέλος τα μπάνια! Και να σκέφτομαι θα πει πάλι η γιαγιά: πάμε και το μωρό για μπάνιο! Δε λέω μου αρέσει, αλλά να μωρέ νυστάζω όταν με βγάζεις από τη θάλασσα και εγώ θέλω την κούνια μου, νάνι μου κλπ κλπ.
Αυτά μου έλεγες εσύ, αλλά εγώ τίποτα! Εκεί… Να παρατείνω αυτό που ήξερα ότι αν δεν είχε ήδη τελειώσει, θα τέλειωνε σύντομα!

Μύριζε κάπως αλλιώς ο αέρας, το χώμα και η θάλασσα ήταν αλλιώτικα όμορφη και γαληνεμένη! Είπα, μέσα μου, αν βρέξει θα 'θελα να με βρει η βροχή μέσα στη θάλασσα και βούτηξα για άλλη μια φορά!

Με το βιβλίο στα χέρια και τις σκέψεις μου να τρέχουν μέσα στις σελίδες του… Παρεμπιπτόντως, το βιβλίο μου έβγαζε μια μυρωδιά από το παλιό μου παιδικό δωμάτιο! Μα είναι δυνατόν; Κι όμως μύριζε ακόμα….

Έκλεισα λίγο τα μάτια μου, νόμισα ότι διάβαζα στο κρεβάτι μου το παιδικό! Ζωρζ Σαρρή, Αλκυόνη Παπαδάκη, Διδώ Σωτηρίου και κάτι άλλα με συμμορίες των πέντε, των δέκα…Κι άκουσα τις φωνές των παιδιών στο δρόμο: Αγαλματάκια ακούνητα, αγέλαστα…Μέρα ή νύχτα;;; Κι έτρεχα, λέει, να τα προφτάσω να παίξω κι εγώ λίγο πριν να παίξουν Μήλα γιατί ποτέ μου δε μου άρεσαν!

Άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα ψηλά, ο ήλιος ακόμα έκαιγε…Πήγα για ακόμα μια βουτιά…Αφόρητη ζέστη! Πόσα δευτερόλεπτα μπορεί να μείνει κανείς μέσα στο νερό; Τόσα χρειάστηκαν για να νιώσω τη βροχή στο πρόσωπο μου να κυλάει μαζί με το αλάτι της θάλασσας! Κοίταξα ξανά ψηλά…Άφησα τη βροχή να με λούζει! Ήταν η πρώτη βροχή του φθινοπώρου, κανονική μπόρα! Κάποιοι έτρεχαν έξω, άλλοι μάζευαν τις ομπρέλες, τις πετσέτες! Υστερικές μαμάδες με ερμηνείες για την Επίδαυρο φώναζαν τα παιδιά τους να βγουν έξω λες και θα έλιωναν σαν ζαχαρωτά…

Έμεινα μονάχη μέσα…Κι έβρεχε ακόμα κι εγώ σκεφτόμουν τελικά πόσο όμορφα είναι να νιώθεις τη βροχή πάνω σου! Όχι να τη βλέπεις μόνο, να τη νιώθεις στο πρόσωπο σου, παντού! Σαν να διώχνει τις κακές σκέψεις κι όλη την αρνητική ενέργεια! Σαν να σε πλένει με ένα μαγικό, θείο τρόπο! Και εκεί πιστεύεις στις στιγμές που αξίζουν να είσαι μόνη…μακριά από όλα! Και η θάλασσα είχε ένα ασημένιο, γκρί χρώμα…καθρέφτιζε τον ουρανό, τα σύννεφα και τώρα κι εμένα μαζί με τη ψυχή μου…που ένιωθα να είναι πιο ελαφριά, πιο καθαρή μετά από αυτή τη βροχή που είχε έρθει τελικά σαν λύτρωση, σαν γιατρικό!

Βγήκα αργά έξω…Περπάτησα δίπλα στο κύμα! Άφησα τις σταγόνες της βροχής να με ξεπλύνουν και πήρα αγκαλιά σφιχτά την πετσέτα! Κάποιος μου μιλούσε δίπλα…ή όχι; Ναι, κάποιος μου μιλούσε-μα από πού ήρθε αυτός ο άνδρας;

-Σου τη χάλασε σήμερα ε;;; Θα σταματήσει όμως! Μη φεύγεις… είπε και πήρε στον ώμο του την ιστιοσανίδα και προχώρησε κατά τη θάλασσα! Φορούσε μια ολόσωμη μαύρη φόρμα, δεν έμοιαζε καν γνωστός…Λες και είχε έρθει από το πουθενά! Πράγματι…Δεν πρόλαβα, καν, να του πω ότι το αντίθετο, το είχα καταδιασκεδάσει…

Γύρισα μια σελίδα στο βιβλίο μου, έβαλα το σελιδοδείκτη και το έβαλα ξανά πίσω στην κόκκινη τσάντα! Γύρισα και μια σελίδα στο ημερολόγιο των δικών  μου εποχών …ήταν πια Φθινόπωρο! Κι ας μύριζε ακόμα η πετσέτα μου καρύδα και τα μαλλιά μου αλμύρα…

 Φθινόπωρο…φθινόπωρο σου λέω μικρή μου!!!!


* http://www.youtube.com/watch?v=NU9JoFKlaZ0

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις