Νύχτωσε γιαγιά μου*
Της
Διονυσίας Μπίθα,
Κοινωνικής Λειτουργού
Λίγο
πριν νυχτώσει ήρθες ξανά και σφηνώθηκε η μορφή σου στη σκέψη μου! Σαν τότε που
μου ’λεγες: έλα μέσα και νύχτωσε παιδάκι μου…Και ήταν μόλις πέντε τ’ απόγευμα!
Ότι είχαν στεγνώσει τα δάκρυα στα μάτια μου και είχα πει, είχα ορκιστεί πώς
δεν θα κλάψω ξανά! Κοίταξα εκείνη που
κοιμόταν και βγήκα για λίγο έξω για αέρα καθαρό…
Γιαγιά
μου καλή που να’σαι;
Κι
είναι παράξενο είναι να σου μιλάω τώρα κοιτώντας ψηλά, εκεί σε άλλη γειτονιά!
Και μοιάζει να είμαστε όλοι μια άδεια αγκαλιά από χθες...Με μια φωτογραφία στα χέρια και μια χούφτα αναμνήσεις να ψάχνω να σε βρω στα
αστέρια και στον ουρανό! Και να σε είδα… εκεί να μου χαμογέλασες και τα
μαλλάκια σου ήταν πάλι πλεξούδα και ήσουν χαρούμενη, γαληνεμένη!
Όσο
κι αν ψάξω, τώρα, να βρω λέξεις να ντύσω αυτά που θέλω να σου πω, τίποτα πάλι
δε θα φθάνει, τίποτα δε θα’ναι αρκετό! Έτσι, ανέβηκε και η Τζένη μας χθες να
σου πει δύο λόγια από όλους μας… Και
ψέλλισε: Σ’ αγαπάμε πολύ γιαγιά μας! Τα
εγγόνια σου και τα δισέγγονα σου, εκείνα που είναι εδώ, αλλά και εκείνα που
λείπουν! Σ’ αγαπάμε γιαγιούλα μας…Σ’ αγαπάμε γιατί μας έμαθες ν’ αγαπάμε…
Αυτό
είναι…μας έμαθες να αγαπάμε! Κι εσύ και ο παππούς ο Νιόνιος! Ο Νιόνιος σου! Μας
μάθατε ν’ αγαπάμε! Να είμαστε μαζί σε λύπες και χαρές! Να ανοίγουμε τα σπίτια
μας για φίλους και για συγγενείς! Να έχουμε έναν καλό λόγο σε όλα! Να ανοίγουμε
τις καρδιές μας και τις αγκαλιές μας σε εκείνον που μας χρειάζεται…
Αυτή
την αγάπη μας μάθατε! Κι ας έφυγε εκείνος γρήγορα…Ήσουν εσύ πίσω για όλους μας,
για όλο τον κόσμο! Είχες μια καρδιά γεμάτη για όλα μας…και μια κουζίνα που
δούλευε νύχτα και μέρα για να μας ταΐζει και όταν πεινούσαμε και όταν δεν
πεινούσαμε! Αχ εκείνη η αυλή…Με τον «ουρανό» από αμπέλι και το φράχτη πλεγμένο
μ’ αγιόκλημα και βουκαμβίλια! Και η μυρωδιά από τους βασιλικούς να σου τρυπάει
τη μύτη! Και τα τραπέζια και τις καρέκλες έτοιμα να δεχθούν περαστικούς
καλεσμένους κι ακάλεστους! Σαν τον κήπο μου τον μαγικό…
-Γιαγιά…καλέ γιαγιά δεν ακούς;
Βάλε μου μια βανίλια…Ε, ναι σε γυάλινο ποτήρι! Α και παγωμένο το νερό! Θα το
καταλάβω ε;;;
Και
ερχόντουσαν τα «υποβρύχια» και τα καρπούζια (που ποτέ δε χώνεψα) και τα ψωμιά
απ’ τον Παγκούλα, το φούρνιαρη,
βρεγμένα με νερό και πασπαλισμένα με ζάχαρη για να μας χορταίνουν, αλλά και να
για εκείνες τις απογευματινές παιδικές -κι όχι μόνο- λυγούρες! Έτσι, με φωνές,
με γέλια, με φαγητά και με μυρωδιές πέρασαν χρόνια πολλά! Τα παιδικά μας…τα πιο
ωραία!
Ώσπου,
σε είδα εκείνη τη μέρα που γύριζα με την τσάντα στην πλάτη απ’ το σχολειό, να
ραγίζεις, να σπας και να γίνεσαι χίλια κομμάτια όπως οι τοίχοι του σπιτιού σου!
Είχαν μείνει μόνο τα χρωματιστά πλακάκια να θυμίζουν τα ποδοβολητά που κάναμε
από τα κυνηγητά, μικρά σε εκείνους τους διαδρόμους! Τα γέλια και τα χάχανα μη
ξυπνήσουμε τον παππού από τη μεσημεριανή του σιέστα! Και μετά πάλι γέλια και
πάλι χάχανα! Στο σπίτι που γκρέμισε ο σεισμός μαζί με τα όνειρα, τις αναμνήσεις
και εκείνα τα χρόνια… Είχες φύγει ήδη, λίγοι, όμως, το είχαν καταλάβει! Ήθελες
πια να είσαι κοντά του μόνο… Κι αφού το πήρε το σπίτι ο σεισμός δεν υπήρχε πια
τίποτα από εκείνη τη ζωή! Έφυγαν μετά η Θειά Βασίλω και η Θειά Σοφία, η παρέα
σου!
Κι
έμεινες μόνη… Δε γελούσες πια, παρά μόνο κάρφωνες το βλέμμα σου και χανόσουν σε
σκέψεις παλιές! Κι έλεγαν: Τα παλιά τα
θυμάται όλα… Αναλαμπές, κάποιες
σκόρπιες σκέψεις, το απογευματινό σου χτένισμα για να γίνει ωραία η μακριά σου
πλεξούδα που την έκανες παλιά κότσο αρχοντικό και μια βόλτα μικρή στο σαλονάκι και
μετά πάλι στο κρεβάτι! Και πέρασαν χρόνια πολλά, χρόνια βασανιστικά! Να γερνάει
το κορμί μαζί και το μυαλό και εσύ να στέκεις εκεί…ακόμα κοντά μας!
Μέχρι
χθες στο τελευταίο σου κατευώδιο που σε αποχαιρετήσαμε και σου δώσαμε όλοι από ένα φιλί και ένα χάδι στα
μαλλάκια σου γιαγιούλα μου! Δεν ξέρω αν έχω κάτι δικό σου…αλλά σίγουρα θα φυλάξω τη θύμηση σου μέσα μου! Και όπως είπα
στη μαμά και τη θεία: Η γιαγιά θα είναι εκεί
που θα είμαστε εμείς! Τη μνήμη της εμείς θα την κρατάμε ζωντανή! Με ένα κεράκι
κι ένα βασιλικό δίπλα από τη φωτογραφία της!
Τώρα
πια ξέρω που είσαι… είσαι μαζί με τους αγαπημένους σου σε όμορφη γειτονιά με χρώματα
και μυρωδιές αέρινες! Είσαι εκεί και χαμογελάς σε όλους μας, στα παιδιά, στα
εννιά εγγόνια και στα εννιά δισέγγονά σου… Και στέλνεις λίγη απ’ τη χρυσόσκονη σου
στον καθένα μας για να χαμογελάμε κάθε που θα ζωντανεύουμε τη μνήμη σου! Όπως εγώ
(θέλω να) σε θυμάμαι: με τα αφράτα βελούδινα
αρυτίδωτα μαγουλάκια σου, τα τεράστια υγρά στρογγυλά κατάμαυρα μάτια σου, την
πλεξούδα κότσο και τα ρομπάκια σου με τα μικρά λευκά και γκρι λουλουδάκια με
ένα δίσκο στα χέρια να φιλεύεις και την ποδιά για να συνεχίσεις τις μαγειρικές…
Αντίο παιδικά μου χρόνια…
Έχε γεια γιαγιά μου καλή…
* http://www.youtube.com/watch?v=eBKYuBvraGU
* http://www.youtube.com/watch?v=eBKYuBvraGU
Στη μνήμη της λατρευτής μου γιαγιάς Νίκης Κόλλια (1918-2011).
νομίζω ότι δεν έχεις σχόλια γιατί έχουμε όλοι μουδιάσει... σκεφτόμαστε όλοι τα δικά μας και δε θέλουμε να έρθουν... να τα σκεφτόμαστε... άστα. συγκινήθηκα πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφή